Πίστη
Πίστη είναι η βεβαιότητα κάποιας ή κάποιου για την αλήθεια ενός ισχυρισμού, ανεξάρτητα αν η βεβαιότητα αυτή είναι δικαιολογημένη ή όχι. Στην περίπτωση που η βεβαιότητα είναι δικαιολογημένη μιλάμε για γνώση και όχι για πίστη. Η ομαδική ή κοινή πίστη ορίζεται στις κοινές αλήθειες που μοιράζεται μια ομάδα πιστών ή ένα ευρύτερο σύνολο από πιστούς, που ακολουθούν για παράδειγμα μια θρησκεία.
Στα πλαίσια της θρησκείας, η έννοια της πίστης ταυτίζεται με τη βεβαιότητα της ύπαρξης ενός ανώτερου όντος, του Θεού. Αν και η πίστη αυτή προέρχεται από τον χώρο του υπερφυσικού, διάφοροι φιλόσοφοι επιχείρησαν κατά καιρούς να αποδείξουν την ύπαρξη του υπέρτατου όντος.
Η απόδειξη αυτή για να θεωρηθεί γνωστικά έγκυρη θα πρέπει να προέρχεται είτε από τη λογική, είτε από την εμπειρία. Επειδή όμως η εμπειρία δεν μπορεί να εφοδιάσει τον φιλόσοφο με αποδεικτικά επιχειρήματα δεδομένου ότι κανείς ποτέ δεν συνάντησε τον Θεό στην καθημερινή ζωή, πολλοί ήταν οι φιλόσοφοι εκείνοι που προσπάθησαν να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού με λογικά επιχειρήματα.
Έτσι προέκυψε η διατύπωση της οντολογικής, της κοσμολογικής και της τελεολογικής απόδειξης, καθώς και της προκαθορισμένης αρμονίας του Γερμανού φιλόσοφου Λάιμπνιτς. Όμως όπως ισχυρίστηκε αργότερα ο Καντ (στο έργο του «Κριτική του καθαρού λόγου»), κανένα από τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι άτρωτο στην κριτική. Αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη του Θεού δεν μπορεί να αποδειχθεί ούτε με την εμπειρία, ούτε με τη λογική, συνεπώς η θρησκεία θα πρέπει από αλλού να αντλήσει τη βεβαιότητα για την ύπαρξη του Θεού.
Η πηγή αυτή είναι η διαίσθηση ή η ενόραση, η οποία βεβαιώνει για την ύπαρξη του Θεού, χωρίς όμως να παρέχει έγκυρα γνωστικά στοιχεία που να μπορούν να ελεχθούν από την εμπειρία ή τη λογική. Άρα, η ύπαρξη του Θεού βεβαιώνεται αποκλειστικά και μόνο από την πίστη.